- προσαναπτύσσω
- Α1. διπλώνω κάτι προς τα πίσω2. εκτυλίσσω, ανοίγω κάτι ακόμη3. παθ. προσαναπτύσσομαιδιπλώνομαι προς τα πίσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀναπτύσσω «ξετυλίγω, ανοίγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσαναπτύσσομεν — προσαναπτύσσω fold back pres ind act 1st pl προσαναπτύσσω fold back imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναπτυττομένης — προσαναπτύσσω fold back pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)